θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
[ᾱ], ονος, ὁ, ἡ, smiling, Hymn.Is.147.
μειδάμων: [ᾱ], Βοιωτ. = τῷ Ἰω. μηδαμῶν καὶ τῷ Ἀττικ. μηδένων, Kaib. Ep. 1028.
μειδάμων, -ονος, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που του αρέσει να γελά, φαιδρός, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μειδάω (πρβλ. μείδημα)].