μειλιχίη
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 mansuétude, particul. ménagements pour un ennemi dans un combat ; faiblesse, mollesse;
2 bienveillance, sentiments d'amitié.
Étymologie: μειλίχιος.
English (Autenrieth)
mildness, i. e. ‘feebleness,’ πολέμοιο, Il. 15.741†.
Russian (Dvoretsky)
μειλῐχίη: ἡ
1 кротость, ласковость Hes.;
2 слабость, нерешительность, вялость: μ. πολέμοιο Hom. вялое ведение войны.