μελάμφωνος

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμφωνος Medium diacritics: μελάμφωνος Low diacritics: μελάμφωνος Capitals: ΜΕΛΑΜΦΩΝΟΣ
Transliteration A: melámphōnos Transliteration B: melamphōnos Transliteration C: melamfonos Beta Code: mela/mfwnos

English (LSJ)

μελάμφωνον, with indistinct voice, Id.5.384.

German (Pape)

[Seite 119] mit dunkler, heiserer Stimme, Gal.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἀμυδράν, ἀσαφῆ ἢ βραχνὴν φωνήν, Λατ. fusca voce, Γαλην. 5. 384.

Greek Monolingual

μελάμφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει αμυδρή, μη ευκρινή ή βραχνή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φωνή.