μελίζωμον

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source

Greek (Liddell-Scott)

μελίζωμον: τό, ζωμὸς μετὰ μέλιτος, Apicius 1, 2, § 2.

Greek Monolingual

μελίζωμον, τὸ (Α)
ζωμός με μέλι, σιρόπι από μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωμός (πρβλ. εύζωμον)].