τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
μελίζωμον: τό, ζωμὸς μετὰ μέλιτος, Apicius 1, 2, § 2.
μελίζωμον, τὸ (Α)ζωμός με μέλι, σιρόπι από μέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωμός (πρβλ. εύζωμον)].