μελίσκιον
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
τό, Dim. of μέλος B, Alcm.65 (-ίσκον codd. A.D.), Antiph.207.3.
German (Pape)
[Seite 123] τό, dim. von μέλος, Liedchen, Antiphan. bei Ath. X, 446 a.
Greek (Liddell-Scott)
μελίσκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλος ΙΙ, Ἀλκμὰν 72, Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 1, 3.
Greek Monolingual
μελίσκιον, τὸ (Α) μέλος
(υποκορ. του μέλος) μικρό μέλος, ασμάτιο, τραγουδάκι.
Greek Monotonic
μελίσκιον: τό, υποκορ. του μέλος IΙ, σε Αλκμ., Αντιφ.