μελαμπέδιλος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

μελαμπέδιλος, -ον (Μ)
αυτός που φορά μαύρα σανδάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέδιλον (πρβλ. καλλοπέδιλος, χρυσοπέδιλος)].