μελανόπους

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόπους Medium diacritics: μελανόπους Low diacritics: μελανόπους Capitals: ΜΕΛΑΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: melanópous Transliteration B: melanopous Transliteration C: melanopous Beta Code: melano/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, black-footed, Glossaria on κυανόπεζα, Sch. D Il. 11.628.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλανας πόδας, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 628.

Greek Monolingual

μελανόπους, -ουν (Α)
βλ. μελάμπους.