μελώνω

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source

Greek Monolingual

μέλι
1. αλείφω κάτι με μέλι ή εμβαπτίζω κάτι στο μέλι («μέλωσα τα μελομακάρονα»)
2. αποκτώ την πυκνόρρευστη σύσταση του μελιού
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μελωμένος, -η, -ο
α) γεμάτος μέλι
β) γλυκός σαν το μέλι.