μεμαίκυλον

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμαίκυλον Medium diacritics: μεμαίκυλον Low diacritics: μεμαίκυλον Capitals: ΜΕΜΑΙΚΥΛΟΝ
Transliteration A: memaíkylon Transliteration B: memaikylon Transliteration C: memaikylon Beta Code: memai/kulon

English (LSJ)

v. μιμαίκυλον. μεμαῖνα· ἀληλλιμένα, Hsch. μεμακυῖα, v. μηκάομαι. μεμαλισμένους· μεμαλαγμένους, ἢ παραφρονοῦντας, μαινομένους, Id. μεμάποιεν, μέμαρπον, v. μάρπτω. μεμβλάσαι· συνδῆσαι, Id. μέμβλεται, μέμβλετο, v. μέλω. μέμβλωκα, v. βλώσκω. μεμβλώντων· τυχόντων, Id.

Greek (Liddell-Scott)

μεμαίκυλον: ἴδε ἐν λέξ. μιμαίκυλον.

Greek Monolingual

μεμαίκυλον, τὸ (Α)
βλ. μιμαίκυλον.