μεμορίτης

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

μεμορίτης, ὁ (Μ) μεμόριον
αυτός που είχε τη φύλαξη ή τη φροντίδα του μεμορίου.