μεμόρηται
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
μεμορημένος, μεμορμένος, v. μείρομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μεμόρηται: μεμορμένος, ἴδε ἐν λ. μείρομαι.
Greek Monotonic
μεμόρηται: γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του μείρομαι· μτχ. μεμορημένος.