μεμόρηται

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμόρηται Medium diacritics: μεμόρηται Low diacritics: μεμόρηται Capitals: ΜΕΜΟΡΗΤΑΙ
Transliteration A: memórētai Transliteration B: memorētai Transliteration C: memoritai Beta Code: memo/rhtai

English (LSJ)

μεμορημένος, μεμορμένος, v. μείρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεμόρηται: μεμορμένος, ἴδε ἐν λ. μείρομαι.

Greek Monotonic

μεμόρηται: γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του μείρομαι· μτχ. μεμορημένος.