μεροληπτικός

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μεροληπτεί
2. αυτός που γίνεται με μεροληψία («μεροληπτική κρίση»).
επίρρ...
μεροληπτικώς και -ά
με μεροληψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεροληπτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Κ. Λάτρη].