μεροληπτικός

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μεροληπτεί
2. αυτός που γίνεται με μεροληψία («μεροληπτική κρίση»).
επίρρ...
μεροληπτικώς και -ά
με μεροληψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεροληπτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Κ. Λάτρη].