μερσίνη

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

και μερσινιά, η
1. κοινή ονομασία του θαμνώδους και αρωματικού φυτού μύρτος η κοινή, αλλ. μυρτιά, μερτιά, μυρσίνη, σμυρτιά, σμερτιά
2. κοινή ονομασία του ακανθόφυλλου κοσμητικού φυτού οξυμυρσίνη η ακανθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μυρσίνη, με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-].