μερόεν

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερόεν Medium diacritics: μερόεν Low diacritics: μερόεν Capitals: ΜΕΡΟΕΝ
Transliteration A: meróen Transliteration B: meroen Transliteration C: meroen Beta Code: mero/en

English (LSJ)

μεριστικόν, Hsch.

Greek Monolingual

μερόεν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεριστικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος, πιθ. λ. ποιητική, ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μερόεις].