μεσονύχτι

From LSJ

διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent

Source

Greek Monolingual

και μεσανύχτι, το
η δωδέκατη νυκτερινή ώρα, το μεσονύκτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + νύχτα].