μεσονύκτιο

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

και μεσονύχτι, το (ΑM μεσονύκτιον και μεσανύκτιον, Μ και μεσονύχτιον)
το μέσο της νύχτας, η δωδέκατη νυκτερινή ώρα, τα μεσάνυχτα («καὶ ἐκοιμήθη Σαμψὼν ἕως μεσονυκτίου», ΠΔ)
νεοελλ.
1. (ειδικά στην αλληγορική φρασεολογία τών τεκτόνων) το τέρμα της ανθρώπινης ύπαρξης πάνω στη Γη
2. αστρον. η στιγμή της κάτω διάβασης από τον μεσημβρινό ενός τόπου, δηλαδή η κάτω μεσουράνηση, ενός κινητού το οποίο λαμβάνεται ως βάση για τη μέτρηση του χρόνου, όπως είναι λ.χ. το κέντρο του Ηλίου, ως προς μια δεδομένη κλίμακα
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. το μεσονυκτικό(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθ. μεσονύκτιος.