μετάνιπτρον

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάνιπτρον Medium diacritics: μετάνιπτρον Low diacritics: μετάνιπτρον Capitals: ΜΕΤΑΝΙΠΤΡΟΝ
Transliteration A: metániptron Transliteration B: metaniptron Transliteration C: metaniptron Beta Code: meta/niptron

English (LSJ)

τό, v. sub μετανιπτρίς.

German (Pape)

[Seite 151] τό, = Vorigem, Ath. XI, 486; Hesych. erkl. ἡ ὑστάτη πόσις.

Greek Monolingual

μετάνιπτρον, τὸ (Α)
η μετανιπτρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + + νίπτρον (< νίπτω «πλένω»), πρβλ. ποδόνιπτρον].