μεταγλωττιστής

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

German (Pape)

[Seite 145] ὁ, der Dolmetscher, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγλωττιστής: -οῦ, ὁ, ἑρμηνευτής, μεταφραστής, Σγουροπούλου Ἱστορία τῆς Φλωρεντ. Συνόδου 2, 28, 4, 22, 5, 2, 4, κτλ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μεταγλωττί
στρια (Μ μεταγλωττιστής) μεταγλωττίζω
μεταφραστής, ερμηνευτής.