μετακενώνω

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

(ΑM μετακενῶ, -όω)
αδειάζω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, μεταγγίζω
νεοελλ.
μεταδίδω σε άλλο τόπο ή σε άλλα πρόσωπα ιδέες, μεθόδους, επιστήμες κ.λπ.
μσν.-αρχ.
μτφ. διοχετεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)].