μεταλλαγωγός

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

ο
αυλάκι από ειδική άμμο ή πυρίμαχα υλικά μέσα στο οποίο ρέει το λειωμένο μέταλλο από τη βάση της υψικαμίνου μέχρι τα καλούπια, όπου στερεοποιείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + ἀγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].