μεταλλειολογία

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

η
κλάδος τών φυσικών επιστημών που μελετά τα μέταλλα, τα μεταλλεία και τα μεταλλεύματα, περιγράφει τη δημιουργία τών μεταλλευμάτων και την κατανομή τους μέσα στον φλοιό της Γης, καθώς και τις μεθόδους ανεύρεσης και ανόρυξής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλειολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν].