μεταμφίεση

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source

Greek Monolingual

η (Μ μεταμφίεσις και μεταμφίασις) μεταμφιέζω
αλλαγή αμφίεσης, αλλαγή της εξωτερικής εμφάνισης κάποιου για να μην αναγνωρίζεται, μασκάρεμα.