μεταξένιος

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ μεταξένιος, -α, -ον) μετάξι
1. αυτός που είναι φτειαγμένος από μετάξι, μετάξινος, μεταξωτός
2. αυτός που μοιάζει με μετάξι ή έχει υφή μεταξιού, τρυφερός, απαλός και λείος («μεταξένια μαλλιά»).