μεταρσίωση

From LSJ

Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταρσιώνω, ανύψωση στον αέρα
2. μτφ. εξύψωση του πνεύματος και της ψυχής, κατάνυξη («η μεταρσίωση του πνεύματος είναι έργο της θρησκείας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρσιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Γ. Πολίτη].