μεταστοιχείωσις
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
German (Pape)
[Seite 154] ἡ, die Umwandlung, andere Zusammensetzung der Elemente od. Bestandtheile eines Körpers, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστοιχείωσις: ἡ, ἡ μετάπλασις, μεταμόρφωσις, Γρηγορ. Νύσσ. ΙΙ, 468D, κλ.