μεταστοιχείωσις
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
German (Pape)
[Seite 154] ἡ, die Umwandlung, andere Zusammensetzung der Elemente od. Bestandtheile eines Körpers, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστοιχείωσις: ἡ, ἡ μετάπλασις, μεταμόρφωσις, Γρηγορ. Νύσσ. ΙΙ, 468D, κλ.