μετασυμπασχίζω
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Greek Monolingual
μετασυμπασχίζω (Μ)
συμπάσχω, συμπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + συμ-πασχίζω «συμπάσχω»].