μετενσωμάτωση
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
Greek Monolingual
η (Α μετενσωμάτωσις) μετενσωματώνω
(για την ψυχή) η μετάβαση σε άλλο σώμα, η μετενσάρκωση, η μετεμψύχωση.