μετεωρόρριζος
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Greek (Liddell-Scott)
μετεωρόρριζος: -ον, ὁ ἔχων τὰς ῥίζας κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4.
Greek Monolingual
μετεωρόρριζος, -ον (Α)
(για φυτό) αυτός που έχει τις ρίζες στην επιφάνεια της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. βαθύρριζος, μακρόρριζος].