μετριόφρων
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
Greek (Liddell-Scott)
μετριόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μετριοφροσύνην, Γρηγ. Νύσσ. 1, 250D, Κ. Μανασσ. Χρον. 6100. - Ἐπίρρ. μετριοφρόνως, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 1, σ. 436.
Greek Monolingual
-ον, αρσ. και μετριόφρονας (ΑΜ μετριόφρων, -ον)
αυτός που δεν του αρέσει να επιδεικνύει την αξία του, που έχει απλούς τρόπους, σεμνός, απλός, ταπεινόφρων, μετριοπαθής. Επίρρ. μετριοφρόνως (Μ μετριοφρόνως)
με μετριόφρονα τρόπο, με μετριοφροσύνη, μετριοπαθώς, ταπεινοφρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -φρων (εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. φρεν- της λ. φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].