μηλοκτόνος

English (LSJ)

μηλοκτόνον, sheep-killing, Hsch. s.v. οἰσφάγῳ σιδήρῳ.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe tödtend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τὰ πρόβατα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οἰο(σ)φάγῳ σιδήρῳ.

Greek Monolingual

μηλοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.