μηνιγγίτιδα
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
Greek Monolingual
η μήνιγξ
ιατρ. βαρύτατη νόσος η οποία συνίσταται σε οξεία ή υποξεία φλεγμονή τών μηνίγγων και σε υπερπαραγωγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού.