μητροτοπικός

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
(κοινων.-ανθρωπολ.) όρος ο οποίος αναφέρεται σε τόπο εγκατάστασης που επιβάλλεται σε ένα ζευγάρι νεονύμφων και σύμφωνα με τον οποίο ο σύζυγος ή, σπάνια, ο αρραβωνιαστικός έρχεται να ζήσει με ή κοντά στην οικογένεια της συζύγου του.