μι

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

(I)
το
(άκλιτο) το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μῦ].
(II)
το
(άκλιτο) μουσ. διεθνής ονομασία του τρίτου φθόγγου της μείζονος κλίμακας του ντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mi].