μισόκακος

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

μισόκακος, -ον (Α)
αυτός που μισεί το κακό, την κακία ή τους κακούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + κακός (πρβλ. φιλόκακος, χαιρέκακος].