ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth
μισόκακος, -ον (Α)αυτός που μισεί το κακό, την κακία ή τους κακούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + κακός (πρβλ. φιλόκακος, χαιρέκακος].