μνησιδωρώ
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek Monolingual
μνησιδωρῶ, και δωρ. τ. μνασιδωρῶ, -έω (Α)
προσφέρω δημόσιες ευχαριστίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι-μνή-σκω) + -δωρῶ (< -δωρος < δῶρον), πρβλ. φιλοδωρώ].