μνησιδωρώ

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

μνησιδωρῶ, και δωρ. τ. μνασιδωρῶ, -έω (Α)
προσφέρω δημόσιες ευχαριστίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι-μνή-σκω) + -δωρῶ (< -δωρος < δῶρον), πρβλ. φιλοδωρώ].