κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit
μοιχοελέγκτης: ὁ, ὁ τοὺς μοιχοὺς ἐλέγχων, Θ. Στουδ. σελ. 242.
μοιχοελέγκτης, ὁ (Μ)αυτός που ελέγχει το έγκλημα της μοιχείας ή τους μοιχούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἐλεγκτής].