μολυβᾶς

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολῠβᾶς Medium diacritics: μολυβᾶς Low diacritics: μολυβάς Capitals: ΜΟΛΥΒΑΣ
Transliteration A: molybâs Transliteration B: molybas Transliteration C: molyvas Beta Code: moluba=s

English (LSJ)

ᾶτος, ὁ, lead-worker, POxy.1517.12 (iii A.D.).

Greek Monolingual

μολυβᾱς, -ᾱτος, ὁ (Α)
αυτός που ασχολείται με την κατεργασία του μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + επίθημα -άς, -άτος, δηλωτικό επαγγέλματος (πρβλ, κασσιτερ-άς, χαλκωμ-άς)].