μοναστήριον

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

German (Pape)

[Seite 201] τό, Ort zum einsamen Leben, Kloster, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μοναστήριον: τό, μονήρης κατοικία, Φίλων 2. 475· ― μοναστήριον, κατοικία μοναχῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8729, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

μοναστήριον, τὸ (ΑΜ)
βλ. μοναστήρι.