μονοκόμματος

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ μονοκόμματος, -ον)
αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) μτφ. α) δύσκαμπτος, άκαμπτος
β) ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος
γ) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κομμάτι].