Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
μονόκοπος, -ον (Μ)αυτός που κόπηκε μόνο μία φορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κόπος (< κόπτω), πρβλ. νεόκοπος].