νεόκοπος
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
νεόκοπον, newly cut out, new, Eup.20.
German (Pape)
[Seite 242] = Folgdm, κάρδοπος, Eupolis bei Poll. 7, 22, νεωστὶ κεκομμένη.
Greek (Liddell-Scott)
νεόκοπος: -ον, ὁ νεωστὶ ἀποκοπείς, νέος, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 22.
Greek Monolingual
και νιόκοπος, -η, -ο (Α νεόκοπος, -ον)
1. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος
2. (κατ' επέκτ.) ο πρόσφατος
νεοελλ.
1. (ειδικά) (για νομίσματα) αυτός που κόπηκε πρόσφατα για να μπει στην κυκλοφορία ή έχει μπει πρόσφατα στην κυκλοφορία
2. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που είναι νέος και γεμάτος ζωντάνια και λάμψη
β) αυτός που εμφανίζεται ή προβάλλεται για πρώτη φορά σε έναν τομέα δραστηριότητας, είναι άπειρος και δεν διακρίνεται για τη μετριοφροσύνη του (α. «νεόκοπος δικηγόρος» β. «νεόκοπος κριτικός της τέχνης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κοπος (< κόπτω), πρβλ. μεσόκοπος].