μονόσωμος

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

μονόσωμος, -ον (Α)
αυτός που προορίζεται για ένα μόνο σώμακοιμητήριον μονόσωμον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σωμος (< το θ. της ονομ. της λ. σώμα -ατος), πρβλ. μεγαλό-σωμος].