μονόσωμος

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek Monolingual

μονόσωμος, -ον (Α)
αυτός που προορίζεται για ένα μόνο σώμακοιμητήριον μονόσωμον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -σωμος (< το θ. της ονομ. της λ. σώμα -ατος), πρβλ. μεγαλό-σωμος].