μοργεύω

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

German (Pape)

[Seite 207] Stroh im Wagenkorbe fahren, Poll. 7, 116.

Greek (Liddell-Scott)

μοργεύω: μεταφέρω δράγματα δι’ ἁμάξης, κεκαλυμμένης διὰ δικτυωτοῦ περιφράγματος καλουμένου μόργου, Πολυδ. Ζ΄, 116.

Greek Monolingual

μοργεύω (Α) μόργος
μεταφέρω δράγματα, δεμάτια, με άμαξα καλυμμένη με δικτυωτό περίφραγμα το οποίο ονομαζόταν μόργος.