μουνόγονος
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
Full diacritics: μουνόγονος | Medium diacritics: μουνόγονος | Low diacritics: μουνόγονος | Capitals: ΜΟΥΝΟΓΟΝΟΣ |
Transliteration A: mounógonos | Transliteration B: mounogonos | Transliteration C: mounogonos | Beta Code: mouno/gonos |
v. μονόγονος.
μουνόγονος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. μονόγονος.
p. = μονόγονος.