μουσοεργός

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοεργός Medium diacritics: μουσοεργός Low diacritics: μουσοεργός Capitals: ΜΟΥΣΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: mousoergós Transliteration B: mousoergos Transliteration C: mousoergos Beta Code: mousoergo/s

English (LSJ)

v. μουσουργός.

German (Pape)

[Seite 211] = μουσουργός, Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

μουσοεργός: ὁ, чаще ἡ ион. = μουσουργός.

Greek (Liddell-Scott)

μουσοεργός: ἴδε μουσουργός.

Greek Monolingual

μουσοεργός, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. μουσουργός.