Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
μουσοτόκος: ἡ, ἡ τὰς μούσας τεκοῦσα, μεταγεν.
μουσοτόκος, ἡ (Α)
μητέρα τών Μουσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεοτόκος.