μπάκακας
From LSJ
Greek Monolingual
και μπάμπακας, ο
1. βάτραχος
2. παροιμ. «εκάκιωσεν ο μπάκακας κι η λίμνη δεν το ξέρει» — λέγεται για όσους θορυβούν και απειλούν μάταια ενώ είναι εντελώς ανίσχυροι και αδύναμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάβακας (Ησύχ.), ηχομιμητική λ. από τη φωνή του βατράχου. Απίθανη θεωρείται η άποψη ότι η λ. προήλθε με συμφυρμό του βάτραχος και του τουρκοταταρ. baga / baka].